- κυλισιγενής
- -ές(γεωμ.) αυτός που προέρχεται από κύλιση (α. «κυλισιγενής καμπύλη» — η καμπύλη που παράγεται από ένα σημείο σταθερά συνδεδεμένο σε κινητή καμπύλη, η οποία κυλίεται, χωρίς να ολισθαίνει, πάνω σε σταθερή γραμμήβ. «μέθοδος τών κυλισιγενών» — κινηματική μέθοδος που εφαρμόζεται στον προσδιορισμό τών δοντιών τών οδοντωτών τροχών).
Dictionary of Greek. 2013.